υπεράνω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
υπεράνω
<
αρχαία ελληνική
ὑπεράνω
Προφορά
ΔΦΑ
: /
i.peˈɾa.no
/
Επίρρημα
υπεράνω
(
λόγιο
)
(
ενίοτε
+
γενική
)
πάνω
από
,
πιο
πάνω
Εκφράσεις
υπεράνω
πάσης
υποψίας
: που εξαιτίας της
θέσης
και της
συμπεριφοράς
του δεν τον υποψιαζόμαστε για αξιόποινη πράξη
υπεράνω
χρημάτων
: που δεν τον ενδιαφέρουν τα
χρήματα
Μεταφράσεις
υπεράνω
αγγλικά
:
above
(en)
,
over
(en)
,
supra
(en)
γαλλικά
:
sur
(fr)
,
au-dessus
(fr)
υπεράνω πάσης υποψίας
γαλλικά
: au-dessus de tout
soupçon
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.