υπενθύμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπενθύμιση οι υπενθυμίσεις
      γενική της υπενθύμισης* των υπενθυμίσεων
    αιτιατική την υπενθύμιση τις υπενθυμίσεις
     κλητική υπενθύμιση υπενθυμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπενθυμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπενθύμιση < υπ- + ενθύμιση

Ουσιαστικό

υπενθύμιση θηλυκό

  • η πράξη του να θυμίζω κάτι σε κάποιον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.