υπαλλαγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπαλλαγή οι υπαλλαγές
      γενική της υπαλλαγής των υπαλλαγών
    αιτιατική την υπαλλαγή τις υπαλλαγές
     κλητική υπαλλαγή υπαλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπαλλαγή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υπαλλαγή θηλυκό

  1. σχήμα λόγου κατά το οποίο ένα επίθετο συμφωνεί στην πτώση με κάποιο άλλο ουσιαστικό από αυτό που νοηματικά θα έπρεπε να προσδιορίζει
    Παραδείγματα υπαλλαγής: λευκό βουνάκι πρόβατα (δηλ. βουνάκι λευκά πρόβατα) - Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Διον. Σολωμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.