υμνήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υμνήτρια οι υμνήτριες
      γενική της υμνήτριας των υμνητριών
    αιτιατική την υμνήτρια τις υμνήτριες
     κλητική υμνήτρια υμνήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υμνήτρια < υμνητής + -τρια

Ουσιαστικό

υμνήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.