υλομορφισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υλομορφισμός | οι | υλομορφισμοί |
| γενική | του | υλομορφισμού | των | υλομορφισμών |
| αιτιατική | τον | υλομορφισμό | τους | υλομορφισμούς |
| κλητική | υλομορφισμέ | υλομορφισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υλομορφισμός < αγγλική hylomorphism
Ουσιαστικό
υλομορφισμός αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.