υδροξύλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδροξύλιο τα υδροξύλια
      γενική του υδροξυλίου
& υδροξύλιου
των υδροξυλίων
    αιτιατική το υδροξύλιο τα υδροξύλια
     κλητική υδροξύλιο υδροξύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδροξύλιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υδροξύλιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.