υδρογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρογραφία οι υδρογραφίες
      γενική της υδρογραφίας των υδρογραφιών
    αιτιατική την υδρογραφία τις υδρογραφίες
     κλητική υδρογραφία υδρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδρογραφία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υδρογραφία θηλυκό

  • κλάδος της επιστήμης που ασχολείται με την μέτρηση του βάθους των νερών στην επιφάνεια της γης και την καταγραφή των γενικών χαρακτηριστικών τους, ώστε να χρησιμοποιούνται αυτές οι πληροφορίες κυρίως στην ναυτιλία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.