υδροβιολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδροβιολογία οι υδροβιολογίες
      γενική της υδροβιολογίας των υδροβιολογιών
    αιτιατική την υδροβιολογία τις υδροβιολογίες
     κλητική υδροβιολογία υδροβιολογίες
Ο πληθυντικός είναι καταχρηστικός
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδροβιολογία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υδροβιολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.