τ'
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος άρθρου
τ' ουδέτερο
Αντωνυμία
τ' αρσενικό ή ουδέτερο
- το (αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας ουδετέρου γένους στην αιτιατική ενικού)
- τ' ακούσατε το νέο;
- τα (αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας ουδετέρου γένους στην αιτιατική πληθυντικού)
- τ' ακούσατε τα νέα;
- του (αδύνατος τύπος της κτητικής αντωνυμίας γ προσώπου)
- ※ Ἔ! παπά μ', ὁ καθένας τώρα ἔχει τό λογαριασμό τ'. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.