τύψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τύψῐς αἱ τύψεις
      γενική τῆς τύψεως τῶν τύψεων
      δοτική τῇ τύψει ταῖς τύψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τύψῐν τὰς τύψεις
     κλητική ! τύψῐ τύψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τύψει
γεν-δοτ τοῖν  τυψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τύψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τύπτω, θέμα τυπ- + -σις > -ψις

Ουσιαστικό

τύψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.