τύπωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τῠπωσῐ-, τῠπωσε-
ονομαστική τύπωσῐς αἱ τυπώσεις
      γενική τῆς τυπώσεως τῶν τυπώσεων
      δοτική τῇ τυπώσει ταῖς τυπώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τύπωσῐν τὰς τυπώσεις
     κλητική ! τύπωσῐ τυπώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τυπώσει
γεν-δοτ τοῖν  τυπωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τύπωσις < τυπόω / τυπῶ + -σις (-ωσις) < τύπος

Ουσιαστικό

τύπωσις, -εως θηλυκό

  1. σχηματισμός, διάπλαση
  2. πρόπλασμα
  3. απεικόνιση

Σύνθετα

  • ἀνατύπωσις
  • ἀντιτύπωσις
  • ἀποτύπωσις
  • διατύπωσις
  • ἐκτύπωσις
  • ἐντύπωσις
  • μετατύπωσις
  • παρατύπωσις
  • προστύπωσις
  • προτύπωσις
  • ὑποτύπωσις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.