τόγα
Νέα ελληνικά (el)
.png.webp)
Άντρας με τόγα.
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τόγα | οι | τόγες |
| γενική | της | τόγας | των | τογών |
| αιτιατική | την | τόγα | τις | τόγες |
| κλητική | τόγα | τόγες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈto.ɣa/
Ουσιαστικό
τόγα θηλυκό
- το κύριο ένδυμα που φορούσαν οι Ρωμαίοι πολίτες, αποτελούμενο από ένα ιμάτιο με πολλές πτυχώσεις γύρω από το σώμα
- Στην αρχαία Ρώμη, το χρώμα της τόγας διέφερε ανάλογα με την κοινωνική θέση αυτού που την φορούσε.
- ※ -Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
- Κωνσταντίνος Καβάφης, Περιμένοντας τους βαρβάρους, στίχοι 16-19
- τόγκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.