τυφῶν

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τυφῶν οἱ τυφῶνες
      γενική τοῦ τυφῶνος τῶν τυφώνων
      δοτική τῷ τυφῶν τοῖς τυφῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τυφῶν τοὺς τυφῶνᾰς
     κλητική ! τυφῶν τυφῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τυφῶνε
γεν-δοτ τοῖν  τυφώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'Τυφῶν' όπως «Τυφῶν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυφῶν:  δείτε τη λέξη Τυφῶν

Ουσιαστικό

τυφῶν αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.