τυρόψωμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τυρόψωμο | τα | τυρόψωμα |
| γενική | του | τυροψώμου & τυρόψωμου |
των | τυροψώμων |
| αιτιατική | το | τυρόψωμο | τα | τυρόψωμα |
| κλητική | τυρόψωμο | τυρόψωμα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τυρόψωμο < τυρό- + -ψωμο
Ουσιαστικό
τυρόψωμο ουδέτερο
- (γαστρονομία)
- ψωμί με διάσπαρτα τεμάχια τυριού που προστίθεται στο ζύμωμα
- βρώση ψωμιού με τυρί
- σκυλοτροφή που φτιάχνουν κυρίως οι βοσκοί για τα τσοπανόσκυλα
- δόλωμα για τα ψάρια
Μεταφράσεις
τυρόψωμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.