τυρόβολο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τυρόβολο | τα | τυρόβολα |
| γενική | του | τυρόβολου | των | τυρόβολων |
| αιτιατική | το | τυρόβολο | τα | τυρόβολα |
| κλητική | τυρόβολο | τυρόβολα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈɾo.vo.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐ρό‐βο‐λο
Μεταφράσεις
τυρόβολο
|
→ δείτε τη λέξη τυροβόλι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.