τυροσίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυροσίνη | οι | τυροσίνες |
| γενική | της | τυροσίνης | των | τυροσινών |
| αιτιατική | την | τυροσίνη | τις | τυροσίνες |
| κλητική | τυροσίνη | τυροσίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό

Συντακτικός τύπος τυροσίνης.
τυροσίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, αμινοξύ) μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο HO-p-Ph-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Tyr ή Y
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.