τυμβογέρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τυμβογέρων | οἱ | τυμβογέροντες |
| γενική | τοῦ | τυμβογέροντος | τῶν | τυμβογερόντων |
| δοτική | τῷ | τυμβογέροντῐ | τοῖς | τυμβογέρουσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | τυμβογέροντᾰ | τοὺς | τυμβογέροντᾰς |
| κλητική ὦ! | τυμβογέρον | τυμβογέροντες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τυμβογέροντε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τυμβογερόντοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- τυμβογέρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.