τσούζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσούζω < αρχαία ελληνική σίζω (: βγάζω συριστικό ήχο, κυρίως για καυτό μέταλλο που το βουτάμε στο νερό)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡su.zo/

Ρήμα

τσούζω

  1. προκαλώ πόνο που μοιάζει με κάψιμο
  2. (μεταφορικά) λέω ή κάνω κάτι που προκαλεί συναισθηματικό πόνο σε κάποιον
  3. νιώθω ένα άσχημο ερεθισμό κάπου στο σώμα μου
  4. (μεταφορικά) έχω δριμύτητα
  5. (μεταφορικά) έχω δηκτικότητα
  6. (μεταφορικά) είμαι ακριβός

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.