τσούζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τσούζω < αρχαία ελληνική σίζω (: βγάζω συριστικό ήχο, κυρίως για καυτό μέταλλο που το βουτάμε στο νερό)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈt͡su.zo/
Ρήμα
τσούζω
- προκαλώ πόνο που μοιάζει με κάψιμο
- (μεταφορικά) λέω ή κάνω κάτι που προκαλεί συναισθηματικό πόνο σε κάποιον
- νιώθω ένα άσχημο ερεθισμό κάπου στο σώμα μου
- (μεταφορικά) έχω δριμύτητα
- (μεταφορικά) έχω δηκτικότητα
- (μεταφορικά) είμαι ακριβός
Εκφράσεις
- το / τα τσούζει : πίνει πολύ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.