τσουράπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσουράπα | οι | τσουράπες |
| γενική | της | τσουράπας | των | τσουραπών |
| αιτιατική | την | τσουράπα | τις | τσουράπες |
| κλητική | τσουράπα | τσουράπες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσουράπα < τσουράπι
Ουσιαστικό
τσουράπα θηλυκό
- (ιδιωματικό) χοντρό τσουβάλι που χρησιμοποιείται στα ελαιοτριβεία στη στύψη των ελαιοπυρήνων(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Παράγωγα
- τσουραπιάζω
- τσουράπιασμα
Μεταφράσεις
τσουράπα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.