τσιμπολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιμπολόγημα | τα | τσιμπολογήματα |
| γενική | του | τσιμπολογήματος | των | τσιμπολογημάτων |
| αιτιατική | το | τσιμπολόγημα | τα | τσιμπολογήματα |
| κλητική | τσιμπολόγημα | τσιμπολογήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιμπολόγημα < τσιμπολογώ + -μα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.