τσιγκογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσιγκογραφία | οι | τσιγκογραφίες |
| γενική | της | τσιγκογραφίας | των | τσιγκογραφιών |
| αιτιατική | την | τσιγκογραφία | τις | τσιγκογραφίες |
| κλητική | τσιγκογραφία | τσιγκογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιγκογραφία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τσιγκογραφία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τσιγκογραφία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.