τσιγγάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσιγγάνα | οι | τσιγγάνες |
| γενική | της | τσιγγάνας | — | |
| αιτιατική | την | τσιγγάνα | τις | τσιγγάνες |
| κλητική | τσιγγάνα | τσιγγάνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τσιγγάνα θηλυκό
- θηλυκό του τσιγγάνος
- ※ Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ' άστρα
γλώσσα προσταγής!- Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Λόγος Γ΄ Αγάπη, 1η στροφή
- ※ Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.