τσιγαράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιγαράκι τα τσιγαράκια
      γενική
    αιτιατική το τσιγαράκι τα τσιγαράκια
     κλητική τσιγαράκι τσιγαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιγαράκι < τσιγάρο + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

τσιγαράκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.