τσεσμές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσεσμές | οι | τσεσμέδες |
| γενική | του | τσεσμέ | των | τσεσμέδων |
| αιτιατική | τον | τσεσμέ | τους | τσεσμέδες |
| κλητική | τσεσμέ | τσεσμέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσεσμές < (άμεσο δάνειο) τουρκική çeşme < περσική چشمه (chashma)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.