τσαντιράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσαντιράκι | τα | τσαντιράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | τσαντιράκι | τα | τσαντιράκια |
| κλητική | τσαντιράκι | τσαντιράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσαντιράκι < τσαντίρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡san.diˈɾa.ci/ & /t͡sa.diˈɾa.ci/
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσαντίρι
τσαντιράκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.