τσαλαπετεινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσαλαπετεινός | οι | τσαλαπετεινοί |
| γενική | του | τσαλαπετεινού | των | τσαλαπετεινών |
| αιτιατική | τον | τσαλαπετεινό | τους | τσαλαπετεινούς |
| κλητική | τσαλαπετεινέ | τσαλαπετεινοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τσαλαπετεινός (1) με ορθωμένο το λοφίο του

Τσαλαπετεινός (1) με κλειστό λοφίο
Ουσιαστικό
τσαλαπετεινός αρσενικό
- (πτηνό), (κοινά) είδος πολύχρωμου πουλιού με λοφίο (Upupa epops),
- πουλί με λοφίο στο κεφάλι
- ο αγριοπετινός
- πουλί με μακρή ράμφος, πλούσιο φτέρωμα εντυπωσιακό λοφίο , μακριά ουρά πορτοκαλί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.