τσαλαπετεινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαλαπετεινός οι τσαλαπετεινοί
      γενική του τσαλαπετεινού των τσαλαπετεινών
    αιτιατική τον τσαλαπετεινό τους τσαλαπετεινούς
     κλητική τσαλαπετεινέ τσαλαπετεινοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τσαλαπετεινός (1) με ορθωμένο το λοφίο του
Τσαλαπετεινός (1) με κλειστό λοφίο

Ετυμολογία

τσαλαπετεινός < από τις λέξεις άτσαλος ή τσαλί (θάμνος) και πετεινός.

Ουσιαστικό

τσαλαπετεινός αρσενικό

  1. (πτηνό), (κοινά) είδος πολύχρωμου πουλιού με λοφίο (Upupa epops),
  2. πουλί με λοφίο στο κεφάλι
  3. ο αγριοπετινός
  4. πουλί με μακρή ράμφος, πλούσιο φτέρωμα εντυπωσιακό λοφίο , μακριά ουρά πορτοκαλί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.