τσάντισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσάντισμα τα τσαντίσματα
      γενική του τσαντίσματος των τσαντισμάτων
    αιτιατική το τσάντισμα τα τσαντίσματα
     κλητική τσάντισμα τσαντίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσάντισμα < τσαντίζω + -μα

Ουσιαστικό

τσάντισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.