τροχιοδείκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχιοδείκτης οι τροχιοδείκτες
      γενική του τροχιοδείκτη των τροχιοδεικτών
    αιτιατική τον τροχιοδείκτη τους τροχιοδείκτες
     κλητική τροχιοδείκτη τροχιοδείκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τροχιοδείκτης < τροχι(ά) + -ο- + δείκτης

Ουσιαστικό

τροχιοδείκτης αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.