τραχειοτομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τραχειοτομή | οι | τραχειοτομές |
| γενική | της | τραχειοτομής | των | τραχειοτομών |
| αιτιατική | την | τραχειοτομή | τις | τραχειοτομές |
| κλητική | τραχειοτομή | τραχειοτομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τραχειοτομή θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τραχειοτομή
|
|
Αναφορές
- σελ. 1006, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.