τραχειοτομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραχειοτομή οι τραχειοτομές
      γενική της τραχειοτομής των τραχειοτομών
    αιτιατική την τραχειοτομή τις τραχειοτομές
     κλητική τραχειοτομή τραχειοτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραχειοτομή (μαρτυρείται από το 1887)[1] < τραχει(α) + -ο- + -τομή

Ουσιαστικό

τραχειοτομή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1006, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.