τρατάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρατάρισμα τα τραταρίσματα
      γενική του τραταρίσματος των τραταρισμάτων
    αιτιατική το τρατάρισμα τα τραταρίσματα
     κλητική τρατάρισμα τραταρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρατάρισμα < τρατάρω

Ουσιαστικό

τρατάρισμα ουδέτερο

  1. το κέρασμα όταν έχει κάποιος ξένους στο σπίτι
    Μην τρως απ' το καβανόζι! Το γλυκό του κουταλιού το έχω για τρατάρισμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.