τρακτέρ
Νέα ελληνικά (el)

Ένα τρακτέρ
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
τρακτέρ ουδέτερο άκλιτο
- μεγάλο όχημα με μεγάλους οπίσθιους τροχούς και μικρότερους εμπρόσθιους που χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες.
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τρακτέρ
- τρακτέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.