τραγωδοποιία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τραγωδοποιία | οι | τραγωδοποιίες |
| γενική | της | τραγωδοποιίας | των | τραγωδοποιιών |
| αιτιατική | την | τραγωδοποιία | τις | τραγωδοποιίες |
| κλητική | τραγωδοποιία | τραγωδοποιίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραγωδοποιία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τραγῳδοποιία. Συγχρονικά αναλύεται σε τραγωδ(ός) + -ο- + -ποιία
Μεταφράσεις
τραγωδοποιία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.