τραγικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραγικότητα οι τραγικότητες
      γενική της τραγικότητας των τραγικοτήτων
    αιτιατική την τραγικότητα τις τραγικότητες
     κλητική τραγικότητα τραγικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραγικότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τραγικότητα θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.