τραγανόχειλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραγανόχειλη οι τραγανόχειλες
      γενική της τραγανόχειλης των τραγανοχειλών
    αιτιατική την τραγανόχειλη τις τραγανόχειλες
     κλητική τραγανόχειλη τραγανόχειλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραγανόχειλη < τραγανόχειλος +

Ουσιαστικό

τραγανόχειλη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.