τραγανοχείλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τραγανοχείλα | οι | τραγανοχείλες |
| γενική | της | τραγανοχείλας | των | τραγανοχειλών |
| αιτιατική | την | τραγανοχείλα | τις | τραγανοχείλες |
| κλητική | τραγανοχείλα | τραγανοχείλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραγανοχείλα < + κατάληξη θηλυκού -α
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τραγανόχειλος, τραγανός και χείλος
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τραγανόχειλος
τραγανοχείλα
|
|
- τραγανοχείλα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.