τραγάνα

Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραγάνα οι τραγάνες
      γενική της τραγάνας
    αιτιατική την τραγάνα τις τραγάνες
     κλητική τραγάνα τραγάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραγάνα <  + κατάληξη θηλυκού

Ουσιαστικό

τραγάνα θηλυκό

  1. (οικείο, λαϊκότροπο) τραγανό σταφύλι
  2. βυθός με χαλίκια και φύκια

Μεταφράσεις

Πηγές

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.