τρίκοχο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρίκοχο τα τρίκοχα
      γενική του τρίκοχου των τρίκοχων
    αιτιατική το τρίκοχο τα τρίκοχα
     κλητική τρίκοχο τρίκοχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκίτσο τρίκοχου του 19ου αιώνα

Ετυμολογία

τρίκοχο < τρί- + κόχη  δείτε τη λέξη τρικαντό [1]  δείτε τη λέξη τρίκογχος (όψιμη ελληνιστική κοινή) [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾi.ko.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρίκοχο

Ουσιαστικό

τρίκοχο ουδέτερο

  • (ενδυμασία) επίσημο καπέλο με τρεις γωνίες ή κόχες, που φορούσαν συνήθως οι αξιωματικοί του στρατού, του ναυτικού ή και της αστυνομίας δυτικοευρωπαϊκών χωρών
      Υπήρχαν και άλλοι τρεις πολιτοφύλακες, με τις αυστηρά γκρίζες στολές και τ' ασταφτερά τους τρίκοχα. (Λουίς Σεπούλβεδα, «Παρατηρήσεις σχετικά με τη διανόηση», Ιστορίες από δω κι απο κει, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, 2011)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τρίκοχο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τρίκογχος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.