τράχυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τράχυνση | οι | τραχύνσεις |
| γενική | της | τράχυνσης* | των | τραχύνσεων |
| αιτιατική | την | τράχυνση | τις | τραχύνσεις |
| κλητική | τράχυνση | τραχύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τραχύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τράχυνση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.