τουφεξής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουφεξής οι τουφεξήδες
      γενική του τουφεξή των τουφεξήδων
    αιτιατική τον τουφεξή τους τουφεξήδες
     κλητική τουφεξή τουφεξήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τουφεξής < τουφέκι

Ουσιαστικό

τουφεξής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο κατασκευαστής και πωλητής τουφεκιών
  2. (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης οπλισμένος με ντουφέκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.