τουφεκισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουφεκισμός οι τουφεκισμοί
      γενική του τουφεκισμού των τουφεκισμών
    αιτιατική τον τουφεκισμό τους τουφεκισμούς
     κλητική τουφεκισμέ τουφεκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τουφεκισμός < τουφέκι + -ισμός

Ουσιαστικό

τουφεκισμός αρσενικό ή τυφεκισμός

  1. η εκτέλεση θανατικής ποινής με τουφέκια από εκτελεστικό απόσπασμα
    H πρώτη εκτέλεση με τουφεκισμό στην Πάτρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.