τουρκόσπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τουρκόσπορος | οι | τουρκόσποροι |
| γενική | του | τουρκόσπορου | των | τουρκόσπορων |
| αιτιατική | τον | τουρκόσπορο | τους | τουρκόσπορους |
| κλητική | τουρκόσπορε | τουρκόσποροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τουρκόσπορος αρσενικό
- γεννημένος από Τούρκο (μουσουλμάνο) πατέρα και χριστιανή μητέρα, ή αντίστροφα.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τουρκόσπορος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.