τουβλότοιχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τουβλότοιχος οι τουβλότοιχοι
      γενική του τουβλότοιχου των τουβλότοιχων
    αιτιατική τον τουβλότοιχο τους τουβλότοιχους
     κλητική τουβλότοιχε τουβλότοιχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

τουβλότοιχος < τούβλο + τοίχος

Ουσιαστικό

τουβλότοιχος αρσενικό

  • τοίχος χτισμένος από τούβλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.