τοξότρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοξότρια οι τοξότριες
      γενική της τοξότριας των τοξοτριών
    αιτιατική την τοξότρια τις τοξότριες
     κλητική τοξότρια τοξότριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοξότρια < τοξότης + -τρία

Ουσιαστικό

τοξότρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.