τοξικομανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τοξικομανία | οι | τοξικομανίες |
| γενική | της | τοξικομανίας | των | τοξικομανιών |
| αιτιατική | την | τοξικομανία | τις | τοξικομανίες |
| κλητική | τοξικομανία | τοξικομανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοξικομανία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τοξικομανία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τοξικομανία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.