τοιχοδομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοιχοδομή οι τοιχοδομές
      γενική της τοιχοδομής των τοιχοδομών
    αιτιατική την τοιχοδομή τις τοιχοδομές
     κλητική τοιχοδομή τοιχοδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοιχοδομή < τοίχος + δομή. Η λέξη πρωτοεμφανίζεται σε πίνακα Γραμμικής Β στην Κνωσσό, αναφερόμενη σε κτίστη τοιχοδομής: to-ko-do-mo = τοιχοδόμος

Ουσιαστικό

τοιχοδομή θηλυκό

  1. λιθόκτιστη ή πλινθόκτιστη κατασκευή
  2. τρόπος κτισίματος λίθινης ή πλίνθινης κατασκευής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.