τιμοδότηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τιμοδότηση | οι | τιμοδοτήσεις |
| γενική | της | τιμοδότησης* | των | τιμοδοτήσεων |
| αιτιατική | την | τιμοδότηση | τις | τιμοδοτήσεις |
| κλητική | τιμοδότηση | τιμοδοτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τιμοδοτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τιμοδότηση
Αναφορές
- Γλωσσάριο. Προσπέλαση 23/10/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.