τιμοδοσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμοδοσία οι τιμοδοσίες
      γενική της τιμοδοσίας των τιμοδοσιών
    αιτιατική την τιμοδοσία τις τιμοδοσίες
     κλητική τιμοδοσία τιμοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

τιμοδοσία θηλυκό

  • (προγραμματισμός) ή αλλιώς τιμοδότηση[1] η ανάθεση τιμής

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Γλωσσάριο. Προσπέλαση 23/10/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.