τιμαριώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τιμαριώτης | οι | τιμαριώτες |
| γενική | του | τιμαριώτη | των | τιμαριωτών |
| αιτιατική | τον | τιμαριώτη | τους | τιμαριώτες |
| κλητική | τιμαριώτη | τιμαριώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
τιμαριώτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.