τιμαριωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τιμαριωτισμός | οι | τιμαριωτισμοί |
| γενική | του | τιμαριωτισμού | των | τιμαριωτισμών |
| αιτιατική | τον | τιμαριωτισμό | τους | τιμαριωτισμούς |
| κλητική | τιμαριωτισμέ | τιμαριωτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τιμαριωτισμός < τιμάριο
Ουσιαστικό
τιμαριωτισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
τιμαριωτισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.