τζιπάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζιπάρα οι τζιπάρες
      γενική της τζιπάρας
    αιτιατική την τζιπάρα τις τζιπάρες
     κλητική τζιπάρα τζιπάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζιπάρα < τζιπ + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

Ουσιαστικό

τζιπάρα θηλυκό

  • μεγάλο, εντυπωσιακό, πολύ ακριβό τζιπ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.